English French German

Τάκης Σπυριδάκης – Σενάριο κι Ήρωας, ενα


Έχει φτάσει μόλις με το τελευταίο δελφίνι από Πειραιά, που έτρεξε σαν τρελός να το προλάβει, διαφορετικά θα έπρεπε να μείνει καθηλωμένος στην Αθήνα δυο μέρες από την απεργία της ΠΝΟ και δεν το άντεχε. Δεν αντέχει, ψυχολογικά, τη ζωή της πρωτεύουσας.

Το πιο σκληρό είναι ότι όλος ο κόσμος περπατάει σκυφτός, σε πληγώνει, δεν υπάρχει τίποτα να τους
πάρει το μάτι και να το σηκώσουν προς τα πάνω. Φοβισμένοι, με τις τσάντες τους σφιγμένες πάνω τους – είναι τραγικό, είναι αδύνατο.

Τι σχέση έχει ο Αγαπούλας, το γνωστό λαμόγιο της επιτυχημένης διαφημιστικής καμπάνιας, με τον άνθρωπο που τον υποδύθηκε και του έδωσε σάρκα και οστά; Απολύτως καμία. Ο Αγαπούλας σου λέει πούλα, τη μάνα σου και τον πατέρα σου στην ανάγκη, για να κάνεις την αρπαχτή σου και να τη βγάλεις καθαρή, ο Τάκης Σπυριδάκης σου λέει:

Το παγκόσμιο σύστημα έχει χάσει τη μπάλα, έχει χάσει τη ψυχραιμία του, είναι υπό κατάρρευση. Επικρατεί παντού ένα έλλειμμα δημοκρατίας, ένας άκρατος, χυδαίος καπιταλισμός, οι κυβερνήσεις είναι υπάλληλοι σκοτεινών συμφερόντων, η προεκλογική εκστρατεία στη Γαλλία γίνεται με ξεκάθαρα φασιστικά συνθήματα, και στην Αυστρία, την Ολλανδία, ίδιες νοοτροπίες κυβερνούν.

Επαναστάτης με πολλές αιτίες, λοιπόν. Γοητευτική περσόνα, εφηβικό παρουσιαστικό, μπόλικος στην καλημέρα και την καλησπέρα του, στο κέρασμά του, κι όνομα που μέσα στα τελευταία 30 χρόνια έχει ενσκήψει ξανά και ξανά στον κόσμο του ελληνικού θεάματος μετά από μακριά μεσοδιαστήματα οικειοθελούς αφάνειας. Αιγινήτης στην καταγωγή, γράφει τη δική του αξιοπρόσεκτη τροχιά στο γίγνεσθαι της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Παίρνουμε τα πράγματα από την αρχή:

Όταν ήμουνα παιδί, μ’ έπνιγε η Αίγινα, ήταν τόσο κλειστή η κοινωνία που κυκλοφορούσα στην παραλία αγκαλιά με το τίποτα, και το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω. Στη 2α Γυμνασίου, το αποφάσισα. Είχα την ευτυχία αφενός να είναι χαλαροί οι γονείς μου, που σημαίνει ότι δεν είχα να δώσω αναφορά σε κανέναν, ούτε ανησύχησε κανείς που έφυγα, κι αφετέρου να μένει η γιαγιά μου στον Πειραιά. Μια απίστευτη γυναίκα. Όλων των ειδών τις εξορίες και τις ταπεινώσεις είχε φάει στη ζωή της. Πήγα, λοιπόν, κι έμεινα μαζί της, αλλά ένα χρόνο μετά πέθανε. Και πάλι, κανείς δε μου είπε γύρνα πίσω. Με ρώτησαν μόνο τι ήθελα να κάνω, και δήλωσα πως θα έμενα. Η διαφορά ήταν ότι τώρα έπρεπε να πηγαίνω στο Νυχτερινό Σχολείο, γιατί σπίτι μπορεί να είχα, όμως όλα τα άλλα μου έξοδα έπρεπε να τα βγάζω μόνος μου. Από 14 χρονών συντηρώ τον εαυτό μου. Στην αρχή, δουλειές του ποδαριού, σε ξυλουργεία, οικοδομές, έκανα και τον χαράκτη για ταμπέλες κάποιο διάστημα, μα δεν ήταν αποδοτικό, κι έπειτα πέρασα στις μπάρες, ξεκινώντας από τη λάντζα για να καταλήξω μπάρμαν.


Πώς έμπλεξα με τα καλλιτεχνικά; Κανείς δε μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τα πώς και τα γιατί των επιλογών του, αλλά νομίζω πως ξέρω να σου πω για το πρώτο σκίρτημα. Τα χρόνια εκείνα που πήγαινα στο νυχτερινό γυμνάσιο υπήρχε ένα πολιτικό background, η χούντα πέφτει, κι από κει και πέρα ήταν το λιμάνι, τα μπουρντέλα, η Τρούμπα. Και κάποια στιγμή ένιωσα ότι δε μπορεί ο κόσμος αυτός να είναι μόνο άσχημος. Άρχισα να ψάχνω την ομορφιά του. Έπιασα και δουλειά σ’ ένα μπαράκι με live jazz μουσική, το Hungry Years. Το είχε ένας τρελαμένος ναυτικός, που είχε ναυαγήσει δυο τρεις φορές στη θάλασσα. Όταν του ζήτησα δουλειά, δε με δέχτηκε στη μπάρα, λόγω ηλικίας, αλλά με προσέλαβε σα λαντζιέρη για να μου δώσει ένα κομμάτι ψωμί. Κι από κει και πέρα με πιάνω να αγοράζω όλα τα περιοδικά τέχνης, να δίνω όλα μου τα λεφτά στον κινηματογράφο, και να νιώθω μια τεράστια αγάπη για τη μουσική. Η jazz ήταν η κάβλα μου, κι αν με ρωτήσεις γιατί η jazz, η απάντηση είναι, γιατί έτσι. Οπότε ξεκίνησα να ψάχνομαι από κει. Πήγα σ’ ένα ωδείο, να μάθω πιάνο. Τα δίδακτρα ήταν τσουχτερά, αλλά δε μ’ ένοιαζε, αφού έπρεπε να το κάνω, έπρεπε να το κάνω. Μα όταν βρέθηκα με όλα τα κοριτσάκια των καλών οικογενειών, να παίζω Μπαχ και Σοπέν, κατάλαβα ότι περισσότερο μ’ ενδιέφεραν τα δάχτυλα της δασκάλας όπως μου έδειχναν τα σωστά πλήκτρα παρά τα ίδια τα πλήκτρα, κι ότι σαράντα χρόνια πιάνο να έπαιζα, δε θα πήγαινα πέρα από το Ήταν Ένα Μικρό Καράβι.


Όπου τα παράτησα, συνεχίζοντας να ψάχνομαι τι ήταν αυτό που στ’ αλήθεια ήθελα να κάνω. Και ξυπνάω ένα πρωί, και ξέρω ότι είναι η σκηνοθεσία κινηματογράφου. Πηγαίνω στη σχολή Σταυράκου. Ούτε μηχανές δεν είχαν, κάμερες δεν υπήρχαν ακόμα, κι από τους σπουδαστές οι μισοί ήταν εκεί για να πάρουν αναβολή από το στρατό. Τελειώνω το νυχτερινό, και πάω να δω τι γίνεται στην Αγγλία, όμως τα έξοδα ήταν απαγορευτικά, παρά την κάποια ψιλό – υποτροφία που είχα. Εκεί μ’ έπιασε μια αηδία, μια εφηβική κατάθλιψη. Ένιωσα ότι ήταν αδύνατο να στηρίξω τα όνειρά μου. Έλληνες με έπαιρναν για λαντζιέρη ή γκαρσόνι κι αν ήταν να μου δώσουν 50 δραχμές μου έδιναν 20. Μ’ έπνιξε ένας εγωισμός, αλλά και μια αξιοπρέπεια, μια κούραση, το καλοκαίρι δούλευα μπάρμαν σε κότερο για να τα βγάλω πέρα το χειμώνα, διακοπές δεν υπήρχαν ποτέ, δεν άντεχα άλλη πίεση. Κι έτσι γύρισα πίσω, με αεροπλάνο μιας βουλγάρικης εταιρείας, όπου μόνο κρεμασμένο απ’ έξω δε σε είχανε για να σε μεταφέρουν.


Επόμενο βήμα, εξετάσεις σε όλες τις σχολές θεάτρου – του Κουν, του Βεάκη, του Κατσέλη, του Εθνικού. Με πήραν σε όλες, αλλά κατέληξα στην τελευταία γιατί πήρα υποτροφία και μου ερχόταν τζάμπα. Χρήσιμη περίοδος. Οι περισσότεροι καθηγητές μισούσαν τον κινηματογράφο που εγώ λάτρευα, αλλά αυτή η σύγκρουση, η τριβή, έβγαζε μέσα μου πράγμα. Έμαθα πολλά. Η Αρώνη με τις κουβέντες μας μου άνοιξε δρόμους στην υποκριτική, ο Λιγνάδης στη θεωρία του θεάτρου. Πριν καλά – καλά τελειώσω, με πετυχαίνει τυχαία ο Νικολαΐδης, μέσω μιας φωτογραφίας μου, και με παίρνει για το Λούφα και Παραλλαγή, το 1984. Το ’87 γυρίζουμε το Πρωινή Περίπολος, και το ’89 υλοποιώ την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους, τη Βέρα Κρουζ. Πήρε το 1ο βραβείο στο Φεστιβάλ της Δράμας, και διακρίθηκε με πολλά βραβεία στην Ευρώπη. Η ιστορία αφορούσε στα 3 τελευταία λεπτά της ζωής ενός ανθρώπου. Και το ’94 κάνω την πρώτη μεγάλου μήκους προσωπική μου ταινία, τον Κήπο του Θεού, γυρισμένη στις φυλακές της Αίγινας. Εκεί έγινε ένα μπέρδεμα. Μου φόρτωσαν ιδεολογήματα και προθέσεις ή απόψεις που δεν υπήρχαν στο μυαλό μου. Εμένα δε μ’ ενδιέφεραν οι Φυλακές, η ιστορία τους ή το κοινωνικό – πολιτικό τους στίγμα. Απλά, όταν πήγαινα παιδί από το σπίτι στο γυμνάσιο και περνούσα απ’ έξω, μπορεί να υπήρχε σιωπή, αλλά ένιωθα έναν κόμπο στο λαιμό μου, ένα φερμουάρ, σα να σε έσφιγγε ο ανθρώπινος πόνος. Και οι παλιοί έλεγαν ότι πόνος ποιεί άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος βρεθεί σε ακραίες συνθήκες, εκεί θα δει τι πάει να πει φιλία, ούτε για τον εαυτό μου δεν είμαι σίγουρος τι πάει να πει φιλία. Στα ακραία φαίνεται η αλήθεια του καθένα μας χωρίς υποκρισία. Είναι μια ταινία που αγαπάω πάρα πολύ, όμως στο τέλος άφησα δυο ήρωες σε μια θάλασσα, μέσα σ’ ένα καράβι και μ’ ένα πιστόλι στο χέρι. Δεν είχα τα μεγάλα αρχίδια να έχω να πω κάτι. Περίμενα να το πω σε κάποια επόμενη, ελπίζω να είναι αυτή που ετοιμάζω τώρα, με πολλών έστω χρόνων καθυστέρηση. Τη λεν I have a dream.

Ο Κήπος του Θεού, (που παρεμπιπτόντως τιμήθηκε με 7 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), αφηγείται μιας εξέγερσης σε φυλακές, το I Have a Dream, την ιστορία μιας κιβωτού του Νώε, όπου επιβιβάζονται δούλοι μιας σκληρά καπιταλιστικής, ρημαγμένης κοινωνίας, όλων των φυλών και των χρωμάτων, ψάχνοντας τη Γη της Επαγγελίας τους, χωρίς να ξέρουν πού και αν μπορεί να βρίσκεται. Ο δημιουργός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, Τάκης Σπυριδάκης, δεν αποκαλύπτει το τέλος. Ίσως δεν το ξέρει ακόμα ούτε ο ίδιος. Εξάλλου ομολογεί ότι συχνά «Χάθηκα, λιποψύχησα, δεν ήμουν γενναίος,» ότι «Πολλές φορές έκανα πράγματα για τα χρήματα,» και «Το μόνο που μ’ ενοχλεί είναι ότι όταν κινδύνεψα να χάσω την αξιοπρέπειά μου για 5 ευρώ, δεν τα είχα.» Υπάρχει, όμως, κάτι που με σιγουριά ξέρει, και το μεταφέρει σε όλους μας. Είναι η ευχή – συμβουλή του στις δυο έφηβες κόρες του:

Να ονειρεύονται, και να παλεύουν μέχρι τέλους τα όνειρά τους για να τα κάνουν πραγματικότητα.




Πηγή

οι πιο προσφατες αναρτησεις

 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...