Σχόλιο για την αρχιτεκτονική κληρονομιά του τόπου (μέρος 1°)
του Ιωάννη Δέδε*
Με αφορμή την ανακοίνωση της έγκρισης ενός κονδυλίου για την αποκατάσταση του Μητροπολιτικού Nαού Αιγίνης, το άρθρο έχει ως σκοπό να επισημάνει κάποιες «αστοχίες» στην διαχείριση του αρχιτεκτονικού πλούτου του τόπου, είτε πρακτικά με τον τρόπο που αποκαθίσταται, είτε θεωρητικά με
τον τρόπο που προβάλλεται και τις ευθύνες που έχουν οι ειδικοί και οι «ειδικοί».
Ο τόπος είναι μικρός και κάθε σχόλιο –ακόμη και αυτά που γίνονται με αγαθή πρόθεση– αντιμετωπίζεται συχνά με σκεπτικισμό, καχυποψία ή και επιθετικότητα αλλά εφόσον κάτι –είτε έργο είτε κείμενο– δημοσιοποιείται, καθένας αποκτά το δικαίωμα να το κρίνει και να το σχολιάσει.
Βασική αρχή της κριτικής είναι η αντικειμενικότητα και η επιστημονική τεκμηρίωση των λεγομένων. Με την ιδιότητά μου ως αρχιτέκτονα συντάσσω αυτό το σχόλιο πιστεύοντας ότι, μερικές φορές, η σιωπή εκείνων που γνωρίζουν μπορεί να φέρει την καταστροφή: στην περίπτωσή μας, την μη αναστρέψιμη επέμβαση σε μοναδικά μνημεία, από ανθρώπους που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αγαθή τους πρόθεση, αλλά επίσης δεν μπορεί και να μην επισημάνει την άγνοιά τους επί ειδικών θεμάτων.
Το παρόν πρώτο μέρος του άρθρου θα επικεντρωθεί στην πρακτική της αποκατάστασης ενώ το δεύτερο μέρος που θα ακολουθήσει, στην μεθοδολογία της αποτύπωσης και τεκμηρίωσης ενός μνημείου. Θα διαφανεί πως το νησί μας παραμένει ένας τόπος «ειδικών», όπου ο καθένας θεωρεί πως έχει γνώση και γνώμη επί παντός του επιστητού και με μια δόση οικειοποίησης του δημόσιου.
Στην αρχιτεκτονική, και γενικά στην κατασκευή, υπάρχει ο όρος αποκατάσταση. Οι όροι ανακαίνιση και αναπαλαίωση είναι εντελώς αδόκιμοι στην αρχιτεκτονική καθώς ούτε να κάνουμε κάτι ξανά καινούργιο μπορούμε, ούτε φυσικά κάτι ξανά παλαιό. Η αποκατάσταση λοιπόν περιλαμβάνει τις παρεμβάσεις και τις εργασίες που εκτελούνται σε ένα κτίριο με σκοπό:
την στερέωση και την στατική του ενίσχυση, και
την αισθητική επαναφορά του στην αρχική του μορφή
Στην ουσία αυτό που θέλουμε να επιτύχουμε με την αποκατάσταση είναι να εντοπίσουμε την αιτία του προβλήματος, να την απαλείψουμε – αν αυτό είναι εφικτό. Σε πρώτη φάση, να βρούμε τρόπους που θα σταματήσουν τη φθορά του χρόνου και σε δεύτερη να γίνουν οι κατάλληλες αισθητικές παρεμβάσεις που θα αναδείξουν το κτίριο.
Στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με ένα μνημείο και την αποκατάστασή του, υπάρχουν αυστηροί και συγκεκριμένοι κανόνες που πρέπει να ακολουθηθούν και ορίζονται από τον Χάρτη της Βενετίας για την Αποκατάσταση και Συντήρηση Μνημείων και Μνημειακών Συνόλων (ή Χάρτα της Βενετίας) που καταρτίστηκε κατά τη διάρκεια του δευτέρου Διεθνούς Συνεδρίου Αρχιτεκτόνων και Τεχνικών των Ιστορικών Μνημείων, που πραγματοποιήθηκε στη Βενετία στις 25-31 Μαΐου 1964 και που διοργανώθηκε από το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS).

πως κάθε επέμβαση στο μνημείο είναι ή ελάχιστα δυνατή και απολύτως αναστρέψιμη, και
τα υλικά και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι οι παραδοσιακές και συμβατές με το μνημείο.
Ακόμη όλα αυτά θα πρέπει να γίνονται υπό την επίβλεψη ειδικών και από επίσημους φορείς που αδειοδοτούν και ελέγχουν.
Στην Αίγινα έχουμε ένα μνημείο μοναδικό στην Ελλάδα τόσο για την αρχιτεκτονική του αξία αλλά ακόμη περισσότερο για την ιστορική του σημασία.
Ο Mητροπολιτικός Nαός Κοιμήσεως Θεοτόκου Αιγίνης είναι ένα θρησκευτικό και ιστορικό μνημείο που η σημασία και η αξία του είναι γνωστή σε όλους μας (Βλ. π. Εμμανουήλ Γιαννούλης, Η Μεγάλη Εκκλησία [Αίγινα 1996], βιβλίο αξιολογότατο που αναφέρει και αποδεικνύει το μέγεθος της σημασίας και της αξίας του ναού). Παρόλα αυτά ο χρόνος δεν κάνει καμία διάκριση, και σε συνδυασμό με την ανερχόμενη υγρασία έχει προξενήσει αρκετές ζημιές στο κτίριο. Ο εφημέριος του ναού, συνεχώς και εναγωνίως, αναφέρει το πρόβλημα και δίνει μάχη για την σωτηρία του μνημείου. Παρόλα αυτά –μετά από τις προτάσεις που έγιναν για την ένταξη του Ναού σε κάποιο πανεπιστημιακό ερευνητικό πρόγραμμα –και για την ένταξη της μελέτης και των εργασιών σε αντίστοιχο ευρωπαϊκό πρόγραμμα– και ενώ το όλο θέμα εκκρεμεί ακόμη, παρατηρήθηκαν εργασίες στο εσωτερικό του ναού που μακράν απείχαν από την ορθή διαδικασία που ακολουθείται για την από κατάσταση του μνημείου και την συντήρηση των τοιχογραφιών (ακολουθούν πρόσφατες φωτογραφίες).
Υπήρχε η ενημέρωση ότι οι αρχές του τόπου κατάφεραν να εξασφαλίσουν κονδύλια για αυτές τις εργασίες –και αυτό είναι κάτι το αξιέπαινο– αλλά δημιουργούνται ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν πριν είναι πολύ αργά για την τύχη του μνημείου.
Έχει συνταχθεί μελέτη για τις εργασίες στο εσωτερικό του ναού και –αν ναι– ποιος ο μελετητής και ποια η κατάρτισή του επί του θέματος;
Έχει γνώση η αντίστοιχη εφορία Βυζαντινών αρχαιοτήτων η οποία έχει την ευθύνη;
Έγινε διαγωνισμός μελέτης όπως προβλέπεται;
Στις εργασίες που έγιναν ακολουθήθηκαν οι προβλεπόμενες τεχνικές και υλικά;
Ελπίζοντας ότι υπάρχουν απαντήσεις, και ότι αυτές δεν προσβάλουν ούτε ζημιώνουν το μνημείο περιμένουμε να τις ακούσουμε από τα χείλη των αρμοδίων.
Η Μητρόπολη είναι καρδιά του νησιού. Ας ελπίσουμε ότι, στην περίοδο της Σαρακοστής που διάγουμε, δεν θα ζήσουμε και με αυτό το μνημείο μια Μεγάλη Παρασκευή, αλλά θα γιορτάσουμε όλοι μαζί την Ανάστασή του.
Φωτογραφική Τεκμηρίωση
Στις φωτογραφίες 5-6 βλέπουμε παρεμβάσεις οι οποίες, ναι μεν δεν πληγώνουν το κτίριο, αλλά η αισθητική τους απέχει πολύ από αυτό που αρμόζει σε ένα τέτοιο ιστορικό μνημείο
* Ο Ιωάννης Δέδες είναι αρχιτέκτονας μηχανικός και ερευνητής στον τομέα Ρυθμολογίας και Μορφολογίας του τμήματος αρχιτεκτόνων μηχανικών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Πηγή