έργο. Στην περίπτωση του Δεσποινίς Τζούλια, το περίφημο νατουραλιστικό δράμα του που ξεσήκωσε αντιδράσεις από την πρώτη του κιόλας σκηνική απόπειρα το 1904, η διττή του φύση αρχικά μας παραπλανά.
Αυτοβιογραφική αφήγηση ή ψυχολογικό θρίλερ; Δράμα ή τραγωδία; Πάλη των φύλων ή των τάξεων; Κοινωνική ματιά ή ψυχαναλυτική έρευνα; Έργο συμβολικό ή νατουραλιστικό; Με όποια διάθεση κι αν παρακολουθήσει κανείς το περιλάλητο αυτό μονόπρακτο, αποτελεί την πρώτη γνωριμία του Αιγινήτικου κοινού με το Σκανδιναβικό θέατρο. Σε σκηνοθεσία Άννας Γεραλή (η οποία υπογράφει επίσης σκηνικά, κοστούμια και μουσική επιμέλεια), παρακολουθούμε ενσωματωμένα όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία που ορίζουν τη σπουδαιότητα της δραματικής ποίησης.
Η μεγαλοαστή Τζούλια (Περσεφόνη Λαλιώτη), αντισυμβατική αριστοκράτισσα και προσωποποίηση της άρχουσας τάξης, βιώνει έναν λάγνο και άστατο έρωτα με τον λαϊκό της υπηρέτη Ζαν (Σταύρος Φώσκολος). Η ερωτική τους όμως επιθυμία αποτελεί ουσιαστικά την συγκαλυμμένη προαιώνια επιθυμία και περιέργεια των τάξεων. Η Τζούλια επιθυμεί να απαρνηθεί την αστική καταγωγή της για χάρη του ιπποκόμου της, ενώ ο αδίστακτος Ζαν εποφθαλμιά την υλική ασφάλεια και τη σπινθηροβόλο κουλτούρα της, με σκοπό να ανέλθει κοινωνικά αλλά και να την παρασύρει στη λαϊκότητά του. Εκείνη βρίσκεται εκεί που επιθυμεί αυτός, κι εκείνος πάντα εκεί που δεν μπορεί να καταλήξει αυτή. Στον αντίποδα, η μαγείρισσα Κριστίν (Στέλλα Πάσχα), παρίσταται σχεδόν κινηματογραφικά ανάμεσα στα ασύμβατα όνειρα τους, παρακολουθώντας τον κορεσμό και την υποκρισία της αριστοκρατίας και παράλληλα τη μιζέρια που επιθυμεί χρήμα και ανέλιξη κοινωνική.
Χωρίς να ωραιοποιεί (ή να ηρωοποιεί) ανθρώπινα πάθη και κοινωνικά θέματα, ο νατουραλισμός του Στρίνμπεργκ, διαφοροποιημένος από αυτόν ενός Ντοστογιέφσκι ή ενός Ίψεν, πετυχαίνει να αναζητήσει λύσεις μέσω της αντικειμενικής αναπαραγωγής και προβολής της σύγχρονής του πραγματικότητας.
Πηγή